τῖλε

τῖλε
τίλλω
b.
aor ind act 3rd sg (homeric ionic)
τῖλος
a thin stool
masc voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κρητιδογραφία — Νεότερο είδος ζωγραφικής, κατά το οποίο ο καλλιτέχνης εργάζεται με πολύχρωμα μολύβια, παρόμοια με κιμωλίες (κρητίδες) πάνω σε χοντρό πορώδες χαρτί. Οι χρωματικοί τόνοι των κρητίδων χαρακτηρίζονται για την ασύγκριτη ζωηρότητα και την απαλότητά… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Μπέγερ, Άντολφ φον- — (Adolph von Baeyer, Βερολίνο 1835 – Μόναχο 1917). Γερμανός χημικός, μαθητής του Μπούνσεν και του Κεκιλέ. Δίδαξε μερικά χρόνια στο Βερολίνο, το 1872 ονομάστηκε έκτακτος καθηγητής στο Στρασβούργο και το 1875 μετακλήθηκε στο Μόναχο για να διαδεχτεί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”